- νεόθεν
- νεόθεν (Α)επίρρ.1. τελευταία, πριν από λίγο («νέα τάδε νεόθεν ἦλθέ μοι... κακά», Σοφ.)2. από το βάθος, από τον πυθμένα προς τα πάνω («νεόθεν δ' ἐκρήγνυται οὖλα», Νικ.)3. μτφ. από τα βάθη τής καρδιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. παιδιό-θεν, παλαιό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.